- Γηρυόνης ή Γηρυονεύς ή Γηρυών
- Μυθολογικό πρόσωπο (ετυμολογικά το όνομα προέρχεται από το αρχαίο γηρύω = φωνάζω). Γίγαντας τρισώματος ή τρικέφαλος, που αναφέρεται για πρώτη φορά στα ποιήματα του Ησίοδου. Ήταν γιος του Χρυσάορος και της Ωκεανίδας Καλλιρρόης και εγγονός της Γοργόνας Μέδουσας. Ζούσε, κατά τη μυθολογία, στο νησί Ερύθεια, στα πέρατα του ωκεανού, όπου φύλαγε τα βόδια του Ήλιου. Κάποτε που ο Ηρακλής περνούσε από εκεί, γυρίζοντας από έναν άθλο του, σκότωσε τον Γ. μετά από σκληρή πάλη και πήρε τα κοπάδια. Κατά τον Θουκυδίδη, ο μύθος ήταν η εξύμνηση των άθλων των θαλασσοπόρων που αντιμετώπιζαν τρομερούς κινδύνους και της πειρατείας που, την εποχή εκείνη, ήταν έντιμη και ηρωική απασχόληση.
Ο Γηρυόνης με τον Ηρακλή σε παράσταση ελληνικού αμφορέα (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.